τᾶσδ'

τᾶσδ'
τᾶσδε , ὅδε
this
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τάσδ' — τά̱σδε , ὅδε this fem acc pl τάσδε , τάσσω draw up in order of battle pres imperat act 2nd sg (doric) τάσδε , τάσσω draw up in order of battle imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ …   Dictionary of Greek

  • επισπένδω — ἐπισπένδω (Α) [σπένδω] 1. αδειάζω το υγρό που προορίζεται για σπονδή («τοιαῑσδ’ ἐπ’ εύχαῑς τάσδ’ ἐπισπένδω χοάς», Αισχύλ.) 2. υπόσχομαι, δίνω εγγύηση 3. μέσ. ἐπισπένδομαι κάνω νέα συνθήκη («ἐπισπένδεσθαι νομίσαντες αὐτούς ἄνευ Ἀθηναίων», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • οινώψ — Πατέρας του ήρωα της αρχαίας Θήβας Υπέρβιου, που σκότωσε το θρυλικό γίγαντα Ιππομέδοντα, στον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. * * * οἰνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ* («τᾱσδ ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”